- κολατσ(ι)ό
- το лёгкий завтрак; лёгкая закуска
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
κολατσ(ι)ό — το πρόχειρο φαγητό, πρόγευμα και η ώρα που τρώγεται αυτό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. colazione] … Dictionary of Greek